ορροπύγιον — ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α) 1. το κάτω άκρο τού οστού τού κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά τής ουράς 2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* «το άκρο τού ιερού οστού» + πύγιον (<… … Dictionary of Greek
ὀρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρορροπύγιος — μικρορροπύγιος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρό ὀρροπύγιον*. μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὀρροπύγιον «το κάτω άκρο του οστού τού κόκκυγα»] … Dictionary of Greek
ανορροπύγιος — ἀνορροπύγιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος 2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»] … Dictionary of Greek
ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] … Dictionary of Greek
τοὐρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρροπυγίῳ — ὀρροπῡγίῳ , ὀρροπύγιον rump neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)