ορροπυγιον

ορροπυγιον
    ὀρροπύγιον
    ὀρρο-πύγιον
    (ῡ) τό
    1) гузка
    

(οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.)

    2) хвостовой плавник
    

(τῆς σηπίας Arst.)

    3) задняя оконечность брюшка
    

(τῆς ἐμπίδος Arph.)

    4) осиное жало Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ορροπυγιον" в других словарях:

  • ορροπύγιον — ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α) 1. το κάτω άκρο τού οστού τού κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά τής ουράς 2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* «το άκρο τού ιερού οστού» + πύγιον (<… …   Dictionary of Greek

  • ὀρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρορροπύγιος — μικρορροπύγιος, ον (Α) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρό ὀρροπύγιον*. μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὀρροπύγιον «το κάτω άκρο του οστού τού κόκκυγα»] …   Dictionary of Greek

  • ανορροπύγιος — ἀνορροπύγιος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οπίσθια, άνουρος 2. (για έντομα) αυτός που κινείται χωρίς τη βοήθεια ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ορροπύγιον «η ουρά των ζώων»] …   Dictionary of Greek

  • ορροπυγόστικτος — ὀρροπυγόστικτος, ον (Α) αυτός που έχει την ουρά γεμάτη στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρροπύγιον + στικτός (< στίζω), πρβλ. ποικιλό στικτος] …   Dictionary of Greek

  • τοὐρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐρροπύγιον — ὀρροπύ̱γιον , ὀρροπύγιον rump neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρροπυγίου — ὀρροπῡγίου , ὀρροπύγιον rump neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρροπυγίῳ — ὀρροπῡγίῳ , ὀρροπύγιον rump neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»